Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Νόμως — Νόμος that which is in habitual practice masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεονόμως — (Μ) επίρρ. κατά τον θείο νόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + νόμως (< νόμος), πρβλ. α συν νόμως] … Dictionary of Greek